Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

η αστρονομία

См. также в других словарях:

  • ἀστρονομία — ἀστρονομίᾱ , ἀστρονομία astronomy fem nom/voc/acc dual ἀστρονομίᾱ , ἀστρονομία astronomy fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀστρονομίᾳ — ἀστρονομίαι , ἀστρονομία astronomy fem nom/voc pl ἀστρονομίᾱͅ , ἀστρονομία astronomy fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αστρονομία — Επιστήμη συγγενική με τη φυσική και τα μαθηματικά, που ερευνά τα φαινόμενα των αστέρων· η επιστήμη που μελετά τη φυσική κατάσταση, τη θέση, την κίνηση, τη σύσταση και την εξέλιξη των αστέρων. Η λέξη αστέρες λαμβάνεται εδώ στην όσο το δυνατόν… …   Dictionary of Greek

  • αστρονομία — η η επιστήμη που μελετά τα άστρα: Τα θεμέλια της αστρονομίας τα έβαλαν οι λεγόμενοι Ίωνες φυσικοί …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀστρονομίας — ἀστρονομίᾱς , ἀστρονομία astronomy fem acc pl ἀστρονομίᾱς , ἀστρονομία astronomy fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀστρονομίαι — ἀστρονομία astronomy fem nom/voc pl ἀστρονομίᾱͅ , ἀστρονομία astronomy fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀστρονομίαν — ἀστρονομίᾱν , ἀστρονομία astronomy fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀστρονομίαις — ἀστρονομία astronomy fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀστρονομίη — ἀστρονομία astronomy fem nom/voc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ελλάδα - Επιστήμες — ΑΡΧΑΙΑ ΕΠΙΣΤΗΜΗ ΚΑΙ ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΑ Η επιστήμη και η τεχνολογία καθορίζουν σήμερα, περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη στιγμή στην ιστορία, την καθημερινή ζωή. Η ίδια όμως η έννοια της επιστήμης, όπως τη χρησιμοποιούμε στις μέρες μας, οφείλει την ύπαρξή… …   Dictionary of Greek

  • Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»