-
1 αστρονομία
[астрономиа] οοσ. Θ. астрономия.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > αστρονομία
-
2 астрономия
-
3 астрономия
Русско-греческий словарь научных и технических терминов > астрономия
-
4 гамма-астрономия
η αστρονομία των ακτινών γ(γάμμα)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > гамма-астрономия
-
5 закон
ο νόμ/ος, ο κανόνας- Бернулли (в теории вероятностей) - см. - больших чисел - Био-Савара (в электродинамике) - του Μπιο-Σαβάρ- больших чисел - των μεγάλων αριθμών του Μπερνούλι, ασθενής -- парциальных давлений см. - Дальтона - Паскаля (в гидростатике) - του Πασκάλ (στην υδροστατική)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > закон
-
6 радиоастрономия
η ραδιοαστρονομίαη αστρονομία με χρήση ραδιοτηλεσκόπιωνРусско-греческий словарь научных и технических терминов > радиоастрономия
-
7 астрономия
астроном||ияж ἡ ἀστρονομία. -
8 астрономия
-и θ.αστρονομία. -
9 теоретический
επ.θεωρητικός•-ая подготовка θεωρητική προετοιμασία•
теоретический ум θεωρητικός νους, θεωρητικό μυαλό•
-ая астрономия θεωρητική αστρονομία.
См. также в других словарях:
ἀστρονομία — ἀστρονομίᾱ , ἀστρονομία astronomy fem nom/voc/acc dual ἀστρονομίᾱ , ἀστρονομία astronomy fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀστρονομίᾳ — ἀστρονομίαι , ἀστρονομία astronomy fem nom/voc pl ἀστρονομίᾱͅ , ἀστρονομία astronomy fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αστρονομία — Επιστήμη συγγενική με τη φυσική και τα μαθηματικά, που ερευνά τα φαινόμενα των αστέρων· η επιστήμη που μελετά τη φυσική κατάσταση, τη θέση, την κίνηση, τη σύσταση και την εξέλιξη των αστέρων. Η λέξη αστέρες λαμβάνεται εδώ στην όσο το δυνατόν… … Dictionary of Greek
αστρονομία — η η επιστήμη που μελετά τα άστρα: Τα θεμέλια της αστρονομίας τα έβαλαν οι λεγόμενοι Ίωνες φυσικοί … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀστρονομίας — ἀστρονομίᾱς , ἀστρονομία astronomy fem acc pl ἀστρονομίᾱς , ἀστρονομία astronomy fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀστρονομίαι — ἀστρονομία astronomy fem nom/voc pl ἀστρονομίᾱͅ , ἀστρονομία astronomy fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀστρονομίαν — ἀστρονομίᾱν , ἀστρονομία astronomy fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀστρονομίαις — ἀστρονομία astronomy fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀστρονομίη — ἀστρονομία astronomy fem nom/voc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ελλάδα - Επιστήμες — ΑΡΧΑΙΑ ΕΠΙΣΤΗΜΗ ΚΑΙ ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΑ Η επιστήμη και η τεχνολογία καθορίζουν σήμερα, περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη στιγμή στην ιστορία, την καθημερινή ζωή. Η ίδια όμως η έννοια της επιστήμης, όπως τη χρησιμοποιούμε στις μέρες μας, οφείλει την ύπαρξή… … Dictionary of Greek
Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… … Dictionary of Greek